πλανιμετρία

πλανιμετρία
η, Ν
(τοπογρ.)
1. μέθοδος μέτρησης επίπεδων επιφανειών
2. μέθοδος που αποσκοπεί στον προσδιορισμό τής οριζόντιας προβολής χαρακτηριστικών σημείων τού εδάφους, επιπεδομετρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. planimetry < λατ. planus «ομαλός, επίπεδος» + -μετρία*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”